- φυλλορρόημα
- το, -ατοςφυλλορρόισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυλλορρόημα — το, Ν [φυλλορροώ] φυλλόπτωση … Dictionary of Greek